- Λιβύηθε(ν)
- Λιβύηθε(ν) και δωρ. τ. Λιβύαθε(ν) (Α)επίρρ. από τη Λιβύη («ὡς ὅκα τὸν Λιβύαθε ποτὶ χρόμιν ᾆσας ἐρίσδων», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λυκίη-θεν, Σπάρτη-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.